ισχιακός

ισχιακός
η , ό[ν]
1) седалищный;

ισχιακόν νεύρον — седалищный нерв;


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ισχιακός" в других словарях:

  • ισχιακός — ή, ό (Α ἰσχιακός, ή, όν) [ισχίον] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός*. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» το ιερό πλέγμα β. «ισχιακή προβολή» η προβολή τού εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία) …   Dictionary of Greek

  • ισχιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στα ισχία: Ισχιακό νεύρο. – Ισχιακές αρθρώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχιακούς — ἰσχιακός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την …   Dictionary of Greek

  • συριγγιακός — ή, ό / συριγγιακός, ή, όν ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συρίγγιο («συριγγιακὸν κολλύριον», Ορειβ.) μσν. όμοιος με σύριγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος αναλογικά προς τους επίσης ιατρικούς όρους ἰσχιακός, καρδιακός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»